Βασικές πληροφορίες για το ουροποιητικό σύστημα

Η φυσιολογική λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος είναι να επεξεργάζεται το ανθρώπινο αίμα. Αφού αυτό πρώτα έχει πάρει όλα τα χρήσιμα συστατικά από τις τροφές, τα φρούτα και το νερό και τα έχει μοιράσει στα διάφορα όργανα για να μπορέσουν να λειτουργήσουν μέσα από ειδικές διαδικασίες, το ουροποιητικό σύστημα παίρνει όλα τα άχρηστα συστατικά, αυτά που θέλει και πρέπει να αποβάλλει ο οργανισμός , και τα διώχνει από αυτόν με την μορφή των ούρων. Έτσι ο οργανισμός συνεχώς θα έχει κενό χώρο για καινούρια συστατικά και ουσίες που είναι απαραίτητες για την φυσιολογική λειτουργία του.

Το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από όργανα που καθένα με την σειρά του επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία. Έτσι το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από: τους νεφρούς, τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα.

Νεφροί: οι νεφροί είναι δύο, ο αριστερός και ο δεξιός. Έχουν σχήμα φασολιού και μέγεθος 12 εκατοστών. Ο δεξιός μάλιστα νεφρός βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από τον αριστερό λόγω ύπαρξης του ήπατος. Καθώς οι νεφροί είναι το πρώτο τμήμα του ουροποιητικού συστήματος, δέχονται πρώτοι τις άχρηστες ουσίες. Ουσιαστικά φιλτράρουν το αίμα και κρατάνε μόνο τις άχρηστες ουσίες αφήνοντας το υπόλοιπο αίμα να ξανάγυρίσει στην προηγούμενη κυκλοφορία του. Αυτό το υγρό που κρατάει και επεξεργάζεται ο κάθε νεφρός λίγο πριν το αποβάλλει λέγεται «ούρα». Ο κάθε νεφρός στέλνει τα ούρα στο επόμενο τμήμα του ουροποιητικού συστήματος τον ουρητήρα του.

Ουρητήρες: Η συνέχεια ουσιαστικά των νεφρών είναι οι ουρητήρες. Είναι στενοί κοίλοι σωλήνες που οδηγούν τα ούρα απο τους νεφρούς στην κύστη. Κάθε ουρητήρας έχει μήκος 24-30cm. Οι ουρητήρες σταματούν στο κατώτερo τμήμα της κύστης και είναι συνδεδεμένοι στην κύστη με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζεται η ροή των ούρων πίσω στους νεφρούς. Οι συσπάσεις των μυών στους ουρητήρες ωθούν τα ούρα απο τους νεφρούς στην ουροδόχο κύστη σχεδόν αδιάκοπα.

Ουροδόχος κύστη: Η κύστη είναι κοίλο όργανο με μυϊκό τοίχωμα και δύο βασικές λειτουργίες. – την αποθήκευση και την αποβολή ούρων. Σε ηρεμία η κύστη μπορεί να συγκρατήσει περίπου 350-450ml ούρων, πριν αισθανθείται μια έντονη ανάγκη για ούρηση. Αν κρατήσετε τα ούρα περισσότερο και φθάσουν 600 ή 700 ml, τότε η κύστη θα συσπαστεί και θα αδειάσει μόνη της για λόγους ασφαλείας, κάτι που λέγεται αυτόματη ούρηση. Το μέγεθος δε και το σχήμα της κύστης καθώς και η ποσότητα ούρων που μπορεί να αποθηκεύσει ποικίλουν απο άτομο σε άτομο. Το άδειασμα της κύστης (ούρηση) περιλαμβάνει το συντονισμό τόσο της εκούσιας όσο και της ακούσιας σύσπασης των μυών, καθώς και ένα λειτουργικό νευρικό σύστημα. Όταν η κύστη αδειάζει, τα ούρα αποβάλλονται απο το σώμα μέσα απο τον αγωγό που ονομάζεται ουρήθρα. Η ούρηση συμβαίνει όταν ο μυς της κύστης που ονομάζεται εξωστήρας συσπάται και οι σφιγκτήρες ανοίγουν. Τα ούρα περνούν απο την ουρήθρα και αποβάλλονται απο τον οργανισμό. Η ούρηση είναι μία λειτουργία εκούσια.

Ουρήθρα: Η ουρήθρα είναι ο σωλήνας μέσω του οποίου τα ούρα αποβάλλονται απο την ουροδόχο κύστη προς το εξωτερικό περιβάλλον. Είναι ένας μυϊκός σωλήνας καλυμμένος απο βλεννογόνο υμένα. Περιλαμβάνει ένα σφιγκτήρα (μυς) που υπόκειται στη θέληση μας, δηλαδή εμείς ελέγχουμε το πότε θα ούρησουμε και πότε όχι. Όταν κοιμόμαστε αυτός μένει κλειστός και γι’αυτό δεν έχουμε ατυχήματα, δηλαδή ακούσια αποβολή ούρων. Έτσι όταν έχουμε ανάγκη να ουρήσουμε, η ουροδόχος κύστη αφήνει τα ούρα να περάσουν μέσα από την ουρήθρα, ο σφικτήρας χαλαρώνει και τελικά ουρούμε. Η βασική διαφορά ανάμεσα στην γυναικεία και την ανδρική ουροφόρο οδό είναι το μήκος της ουρήθρας.

Φυσιολογική διαδικασία ούρησης

H διαδικασία της ούρησης περιλαμβάνει το συντονισμό ανάμεσα στην κύστη και στους σφιγκτήρες μυς, καθώς και ένα λειτουργικό νευρικό σύστημα. Το κέντρο της ούρησης στο νωτιαίο μυελό βρίσκεται ανάμεσα στο δεύτερο και το τέταρτο ιερό μυελοτόμιο. Όταν η κύστη είναι γεμάτη, στέλνονται νευρικές ώσεις στο τμήμα αυτό του νωτιαίου μυελού και μετά στον εγκέφαλο για να επικοινωνήσουν το ότι η κύστη είναι πλήρης. Εκείνη τη στιγμή ο εγκέφαλος στέλνει ένα μύνημα στην κύστη λέγοντας της να συσπαστεί και ενα μήνυμα στον σφιγκτήρα για να χαλαρωσει και να επιτρέψει στα ούρα να αποβληθούν. Ένα υγιές νευρικό σύστημα είναι ζωτικής σημασίας για ένα σωστό συντονισμό αυτής της περίπλοκης διαδικασίας.

Οι άνδρες και οι γυναίκες μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη φυσιολογική ούρηση για διάφορους λόγους . Οι δυσλειτουργίες που αφορούν την ουροδόχο κύστη είναι είτε ακράτεια ούρων (ακούσια απώλεια ούρων) είτε επίσχεση (ή κατακράτηση) ούρων. 

Συμπτώματα :  Ακράτεια / Επίσχεση

Ορισμός Ακράτειας 

Ακράτεια είναι κάθε απώλεια ούρων,  χωρίς τη θέληση του πάσχοντος.

Είναι πολύ συχνό πρόβλημα, αφού πάσχει το 20-30% του γενικού πληθυσμού. Είναι συχνότερη στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 3 και 10% με τα υψηλότερα ποσοστά μετά την ηλικία των 60. Στις γυναίκες παρουσιάζεται σε μικρά ποσοστά στα πρώτα χρόνια της ζωής, παρατηρείται μία έξαρση κατά την εμμηνόπαυση και στη συνέχεια αυξάνει σταθερά ώστε στις ηλικίες πάνω από 60, πάσχει σχεδόν μία στις δύο γυναίκες.

Τύποι ακράτειας, πότε παρουσιάζονται, σε τι διαφέρουν;

Υπάρχουν διάφοροι τύποι ακράτειας, η επιτακτικήη ακράτεια από προσπάθεια (στρες ακράτεια), η μεικτή και η ακράτεια από υπερπλήρωση.

  • Η επιτακτική ακράτεια, συνοδεύει πολλές φορές επιτακτικότητα. Ο πάσχων πρέπει να αναζητήσει επειγόντως τουαλέτα, όπου και αν βρίσκεται, γιατί αλλιώς θα έχει απώλεια ούρων. Είναι αναγκασμένος πχ να διακόψει την εργασία, το ταξίδι, να εγκαταλείψει επειγόντως τον κινηματογράφο ή το θέατρο προς αναζήτηση τουαλέτας. Συνήθως οι πάσχοντες από επιτακτική ακράτεια, γνωρίζουν που βρίσκονται τουαλέτες στις περιοχές που συχνάζουν (ξέρουν μάλιστα και ποιες είναι καθαρές).
  • Ακράτεια από προσπάθεια (ονομάζεται και στρες ακράτεια) είναι σχεδόν προνόμιο των γυναικών. Ονομάζεται  η απώλεια ούρων, που παρουσιάζεται με το βήχα, το γέλιο, το χορό, την άνοδο σκαλοπατιών, το σεξ και πολλές άλλες καταστάσεις καταπόνησης (ανύψωση βάρους, έντονη γυμναστική κα).
  • Στη μεικτή ακράτεια συνυπάρχουν και οι δύο τύποι που προαναφέρθηκαν στον ίδιο ασθενή.

Ακράτεια από υπερπλήρωση είναι η συχνή απώλεια ούρων από μία ουροδόχο κύστη που δεν αδειάζει κατά την ούρηση ποτέ. Συνήθως είναι αποτέλεσμα προβλημάτων (πχ παραμελημένη υπερτροφία προστάτη, νευρολογικές παθήσεις και κακώσεις) που εμποδίζουν σημαντικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα την έξοδο των ούρων από την κύστη. 

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Παθήσεις που επηρεάζουν την ούρηση και δημιουργούν ακράτεια .

Πολλές παθολογικές παθήσεις μπορεί να επηρεάζουν την ούρηση και να οδηγούν σε ακράτεια.

Όσον αφορά στο ουροποιητικό σύστημα, ακράτεια προκύπτει από διαταραχές λειτουργίας της ουροδόχου κύστης ή του σφιγκτήρα της ουρήθρας (ανεπάρκεια) ή από συνδυασμό τους. Διάφορες παθήσεις όπως, Κακώσεις της Σπονδυλικής Στήλης, Αγγειακά Εγκεφαλικά επεισόδια, Νόσος του Πάρκινσον, Κατά Πλάκας Σκλήρυνση, Σακχαρώδης Διαβήτης, η μακροχρόνια παραμελημένη δυσκολία ούρησης που παρατηρείται στην υπερτροφία προστάτη κ.ά.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Ποιες είναι οι μέθοδοι αντιμετώπισης της ακράτειας στους άντρες (επεμβατικές και μη)

Η ακράτεια στους άνδρες είναι λιγότερο συχνή από τις γυναίκες. Συνήθως οφείλεται σε νευρολογικές παθήσεις ή σε επεμβάσεις στον προστάτη (πολύ σπάνια για υπερτροφία προστάτη, ενώ πιο συχνά παρουσιάζεται μετά τη ριζική προστατεκτομή για καρκίνο του προστάτη). Επίσης λιγότερο συχνά, μπορεί να είναι ένα από τα συμπτώματα της υπερτροφίας του προστάτη (καλοήθης πάθηση) μετά την ηλικία των 60. Η αντιμετώπιση είναι ανάλογα με την αιτία που την προκαλεί.

Αν πρόκειται για ακράτεια από προσπάθεια (στρες ακράτεια) και η απώλεια ούρων είναι μικρή τότε μπορεί να γίνει προσπάθεια με ειδικές ασκήσεις ενδυνάμωσης των μυών της περιοχής (ασκήσεις Kegel), αν η ακράτεια είναι μέτρια ή μεγάλη, τότε αντιμετωπίζεται χειρουργικά με τοποθέτηση τεχνητού σφιγκτήρα. Αν είναι μικρότερη υπάρχει δυνατότητα τοποθέτησης ειδικής «ταινίας» με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο, που μπορεί να δώσει λύση.

Όταν η ακράτεια οφείλεται σε νευρογενή κύστη, αντιμετωπίζεται συνήθως με αντιμουσκαρινικά φάρμακα ή με αντιμουσκαρινικά και διαλείποντες καθετηριασμούς, με αλλαντική τοξίνη (botox) και σπανιότερα με πιο σύνθετους ελάχιστα επεμβατικούς τρόπους (εμφύτευση νευροδιεγέρτη), ή με διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις (πχ κυστεοπλαστική αύξησης της χωρητικότητας της κύστης).

Μέθοδοι αντιμετώπισης της ακράτειας στις γυναίκες (επεμβατικές και μη)

Η μέθοδος αντιμετώπισης της ακράτειας στις γυναίκες, εξαρτάται από τον τύπο της ακράτειας.

Η επιτακτική ακράτεια αντιμετωπίζεται με τα σύγχρονα αντιμουσκαρινικά φάρμακα, που συνήθως συμπληρώνονται με επανεκπαίδευση κύστης και με μέτρα τροποποίησης συμπεριφοράς, που έχουν πολύ καλά αποτελέσματα σε μεγάλο ποσοστό ασθενών. Σε αποτυχία τους μπορεί να γίνει ενδοκυστική έγχυση αλλαντικής τοξίνης, ενώ πολύ σπάνια απαιτούνται χειρουργικοί χειρισμοί, όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση στις προαναφερθείσες συντηρητικές θεραπείες.

Η ακράτεια από προσπάθεια αντιμετωπίζεται κατά κανόνα χειρουργικά. Η τοποθέτηση κολπικής «ταινίας» ελεύθερης τάσης, είναι μία επέμβαση, μικρής διάρκειας, που έχει πολύ καλά αποτελέσματα. Σε ποιο σύνθετες περιπτώσεις υπάρχουν και μια σειρά άλλες επεμβάσεις που μπορεί να λύσουν το πρόβλημα. Σε μικρή απώλεια ούρων, συστήνονται αρχικά διάφορες ειδικές ασκήσεις (όπως ασκήσεις Kegel) που μπορεί να έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Ορισμός Επίσχεσης

Ως επίσχεση ούρων ονομάζεται η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει, ενώ έχει έντονη επιθυμία. Συνήθως συμβαίνει σε άνδρες και οι αιτίες μπορεί να είναι η υπερπλασία του προστάτη , κάποια φλεγμονή του προστάτη ή κάποιο στένωμα στην ουρήθρα. Μπορεί να υπάρξει με δύο μορφές, την οξεία και τη χρόνια επίσχεση ούρων.

Κατά την οξεία επίσχεση υπάρχει αδυναμία κένωσης της κύστης η οποία είναι τέλεια -πλήρης. Στην χρόνια επίσχεση τα ούρα παραμένουν εντός της ουροδόχου κύστης και μετά την ούρηση, δεν ολοκληρώνεται δηλαδή η κένωση της κύστης και η επίσχεση των ούρων χαρακτηρίζεται ως ατελής. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της χρόνιας και ατελούς επίσχεσης των ούρων αποτελεί το υπολειπόμενο ποσό των ούρων, το υπόλειμμα ή residual κατά την ξένη ορολογία.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Παθήσεις που επηρεάζουν την ούρηση και δημιουργούν επίσχεση .

Η οξεία επίσχεση ούρων μπορεί να προκύψει με αφορμή κάποιον εκλυτικό παράγοντα ή και χωρίς την παρουσία αυτού.

Ως εκλυτικοί παράγοντες μπορεί να δράσουν:

  • Οι χειρουργικές επεμβάσεις με γενική ή περιοχική αναισθησία,
  • Υπερτροφία προστάτη.
  • Απόφραξη αυχένα κύστης ή ουρήθρας.
  • Τραύματα ουρήθρας.
  • Πάθηση νευρικού συστήματος.
  • Οξεία προστατίτιδα.
  • Η χορήγηση συμπαθομιμητικών,
  • Αντιχολινεργικών φαρμάκων,
  • Οι ουρολοιμώξεις,
  • Η κατανάλωση αλκοόλ και η υπερβολική κατανάλωση υγρών.

Ο διαχωρισμός αυτός όσον αφορά την αιτιολογία έχει κλινική σημασία, καθότι έχει βρεθεί ότι η οξεία επίσχεση ούρων χωρίς ύπαρξη εκλυτικού παράγοντα οδηγεί σε χειρουργείο το 75% των ασθενών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό όταν η επίσχεση πυροδοτείται από κάποιον εκλυτικό παράγοντα κατέρχεται σε 26%.

Η διάγνωση είναι εύκολη και στηρίζεται στα εξής κλινικά σημεία: 

  • Aφόρητη επιθυμία για ούρηση.
  • Έντονος πόνος  στο υπογάστριο.
  • Κύστη σκληρή, διογκωμένη κατά την ψηλάφηση.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η οξεία επίσχεση ούρων αποτελεί επείγον ουρολογικό πρόβλημα, το οποίο απαιτεί άμεση παρέμβαση. Διάφορα ερωτήματα αναφορικά με την αρχική αντιμετώπισή της χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και ανάλυσης, όπως ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος εκκένωσης της ουροδόχου κύστεως, ποια είναι η χρησιμότητα της φαρμακευτικής αγωγής, ποια είναι η κατάλληλη διάρκεια καθετηριασμού και ποια είναι η πιο κατάλληλη θεραπευτική τακτική μετά από αυτόν.

Η αντιμετώπιση γίνεται  με καθετηριασμό της κύστης (απλή κένωση ή μόνιμη παροχέτευση της κύστης).

Στην οξεία επίσχεση το ποσό των ούρων μέσα στην κύστη είναι συνήθως 500–700 ml και αρκεί ένας καθετηριασμός αυτής για να ανακουφίσει τον ασθενή.

Όταν η εισαγωγή του ουροκαθετήρα δεν είναι δυνατή (π.χ. λόγω στενωμάτων) τότε επιβάλλεται να γίνει υπερηβικός καθετηριασμός της κύστης από ειδικό ουρολόγο.